παραδομένος

παραδομένος
η , ο
1) переданный, отданный; 2) предавшийся (чему-л.); находящийся во власти (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραδομένος" в других словарях:

  • έκδοτος — η, ο (AM ἔκδοτος, ον) μσν. νεοελλ. ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε 2. προδομένος 3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο 4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου …   Dictionary of Greek

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

  • κατείδωλος — κατείδωλος, ον (Α) γεμάτος είδωλα, παραδομένος στην ειδωλολατρία («κατείδωλον οὖσαν τὴν πάλιν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἴδωλον] …   Dictionary of Greek

  • σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • παραδίδομαι — παραδίδομαι, παραδόθηκα, παραδομένος βλ. πίν. 187 (και απρόσ. παραδίδεται) και πρβλ. παραδίνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραδίνομαι — παραδίνομαι, παραδόθηκα, παραδομένος βλ. πίν. 132 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έκδοτος — η, ο ο παραδομένος σε κάτι, ιδίως σε ηδονές, διεφθαρμένος, ακόλαστος, έκφυλος: Ζει έκδοτη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδίνω — παράδωσα, παραδόθηκα, παραδομένος (προστ. αορ. παραδώσου, παραδοθείτε) 1. δίνω κάτι ως επιστροφή ή για φύλαξη: Παράδωσε ο ίδιος την επιστολή στον παραλήπτη. 2. παραχωρώ κυριότητα ή χρήση ακινήτου: Ο εργολάβος έχει τη συμβατική υποχρέωση να μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο σκεπτικισμό: Οπρώτος σκεπτικός φιλόσοφος είναι ο Πύρρωνας. 2. παραδομένος σε σκέψεις, συλλογισμένος: Έμεινε σκεπτικός για πολλή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»